παραστέλλω

παραστέλλω
παρά-στέλλω
make ready
aor subj act 1st sg
παρά-στέλλω
make ready
pres subj act 1st sg
παρά-στέλλω
make ready
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραστέλλω — ΜΑ μσν. (με γεν.) αφαιρώ, αποστερώ («παραστέλλω τοῡ ζῆν», Ευστ.) αρχ. 1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.) 2. συστέλλω, συσφίγγω («παραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.) 3. ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • παράστολος — ον, Μ [παραστέλλω] ο παραστόλης* …   Dictionary of Greek

  • παραστολεύς — ὁ, Α επιγρ. χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • παραστόλης — α, ικο παραμορφωμένος, δύσμορφος, σημαδεμένος, άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω «αφαιρώ, αποστερώ, παραμορφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”